- καταιθύσσω
- καταιθύσσω (Α)1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα-δώθε («ἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.)2. διαχέω («Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» — ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.